φρεσκοπλυμένος

φρεσκοπλυμένος
-η, -ο, Ν
1. πρόσφατα πλυμένος («φρεσκοπλυμένα ρούχα»)
2. (για τη γη) πρόσφατα ποτισμένος από την βροχή («φρεσκοπλυμένο χώμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρεσκοπλυμένος — η, ο 1. αυτός που πριν από λίγο πλύθηκε: Φρεσκοπλυμένα σεντόνια. 2. (για το έδαφος), αυτό που μόλις δέχτηκε ραγδαία βροχή, αυτό που πριν από λίγο ποτίστηκε από βροχή: Φρεσκοπλυμένο μονοπάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”